- υψικάμινος
- Βιομηχανική εγκατάσταση συνεχούς λειτουργίας για την παραγωγή χυτοσίδηρου από τα σιδηρούχα ορυκτά και γενικά από τα οξειδωμένα υπόλοιπα μεταλλικών κατασκευών διαφορετικής προέλευσης.
Οι πρώτες υ. κατασκευάστηκαν στην Ευρώπη γύρω στο 1200, όταν η παραγωγή του σίδηρου πήρε βιοτεχνικό χαρακτήρα και οι μέθοδοι εξαγωγής ήταν τελείως πρωτόγονες. Κατά το 19o αι. οι υ. προέλαβαν βιομηχανική σημασία, όταν η τεχνική ανάπτυξη των σιδηροκατασκευών απαιτούσε ποσότητες και διάφορες ποιότητες σιδήρου· φυσικά, έγιναν πολλές βελτιώσεις στις υ., όπως, π.χ., η π ροθέρμανση του αέρα που εμφυσάται και η επανακύκλωσή του. Στις πρώτες υ., χρησιμοποιούσαν ως καύσιμο τον ξυλάνθρακα, που έδινε την απαιτουμένη ποσότητα θερμότητας για την τήξη του μεταλλεύματος. Ο άνθρακας ενεργούσε επίσης και ως αναγωγικό, για να αποσπάσει το οξυγόνο από τα οξείδια του σίδηρου. Ο ξυλάνθρακας χρησιμοποιείται ακόμα στις χώρες με μεγάλη παραγωγή ξυλείας (π.χ. Σουηδία και Νορβηγία). Το καύσιμο, εξαιτίας της τέφρας του, προσδίδει αναγκαστικά ακαθαρσίες στον παραγόμενο χυτοσίδηρο. Στην περίπτωση υ. με ξυλάνθρακες, οι ακαθαρσίες αυτές περιορίζονται στο ελάχιστο.
Σήμερα χρησιμοποιείται πολύ ως καύσιμο το κοκ και ο τύπος αυτός της υ. προέρχεται απ’ ευθείας από τον τύπο που χρησιμοποιούσε ξυλάνθρακα. Τελευταία κατασκευάζονται ηλεκτρικές υ., όπου ο άνθρακας χρησιμεύει μόνο ως αναγωγικό μέσο, ενώ η απαιτούμενη θερμότητα δίδεται από την ηλεκτρική ενέργεια.
Υψικάμινος για την παραγωγή χάλυβα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, Ν(μεταλργ.)1. κάμινος ειδικής κατασκευής, κατάλληλη για τη διάσπαση και την αναγωγή τών ορυκτών τού σιδήρου, με σκοπό την παραγωγή χυτοσιδήρου2. συνεκδ. εργοστάσιο στο οποίο λειτουργούν κάμινοι αυτού τού τύπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύψι «ψηλά» + κάμινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χριστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.